- διακριτός
- (I)διακριτός, -ον (Α) [διακρίνω]ξέχωρος, εκλεκτός.————————(II)-ή, -όευδιάκριτος, αισθητός, αντιληπτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διάκριτος — separated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκριτος — separated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκριτον — διάκριτος separated masc/fem acc sg διάκριτος separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακρίτου — Διάκριτος separated masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίτου — διάκριτος separated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διακρίτῳ — Διάκριτος separated masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίτῳ — διάκριτος separated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκριτοι — Διάκριτος separated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκριτοι — διάκριτος separated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Διάκριτον — Διάκριτος separated masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)